παράπρασις

παράπρασις
ἡ, Α [παραπιπράσκω]
πώληση ενός πράγματος με ζημία, πώληση εμπορεύματος σε τιμή κατώτερη τού κόστους του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”